δίστολος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίστολος:''' двоякий, парный: [[δίστολοι]] ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.
|elrutext='''δίστολος:''' [[двоякий]], [[парный]]: [[δίστολοι]] ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[στέλλω]]<br />in pairs, two [[together]], Soph.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[στέλλω]]<br />in pairs, two [[together]], Soph.
}}
}}

Revision as of 15:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστολος Medium diacritics: δίστολος Low diacritics: δίστολος Capitals: ΔΙΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: dístolos Transliteration B: distolos Transliteration C: distolos Beta Code: di/stolos

English (LSJ)

ον, A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.

Greek Monolingual

δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.

Middle Liddell

adj στέλλω
in pairs, two together, Soph.