δενδράς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δενδράς]], η (Α)<br />[[έκταση]] με [[πολλά]] δένδρα, φυτρωμένα [[πυκνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]. (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[ηλιάς]], [[κυκλάς]])].
|mltxt=[[δενδράς]], η (Α)<br />[[έκταση]] με [[πολλά]] δένδρα, φυτρωμένα [[πυκνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]. (Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[ηλιάς]], [[κυκλάς]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδράς Medium diacritics: δενδράς Low diacritics: δενδράς Capitals: ΔΕΝΔΡΑΣ
Transliteration A: dendrás Transliteration B: dendras Transliteration C: dendras Beta Code: dendra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.

German (Pape)

[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.

Greek (Liddell-Scott)

δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.

Spanish (DGE)

-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.

Greek Monolingual

δενδράς, η (Α)
έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)].