δυσεξεύρετος: Difference between revisions

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσεξεύρετος:''' с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; [[θεῶν]] [[ἱερά]] Plut.).
|elrutext='''δυσεξεύρετος:''' [[с трудом находимый]], [[скрытый]], [[потаенный]] (τόποι Arst.; [[θεῶν]] [[ἱερά]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:48, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξεύρετος Medium diacritics: δυσεξεύρετος Low diacritics: δυσεξεύρετος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: dysexeúretos Transliteration B: dysexeuretos Transliteration C: dysekseyretos Beta Code: duseceu/retos

English (LSJ)

ον, A hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.

German (Pape)

[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).