εὐαίνετος: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαίνετος]], -ον και [[εὐαίνητος]], -ον (Α)<br />πολύ [[επαινετός]], [[αξιέπαινος]], πολυπαινεμένος («[[εὐαίνετος]] [[μέριμνα]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινετός]] ή [[αινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αινώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>αίνετος</i>].
|mltxt=[[εὐαίνετος]], -ον και [[εὐαίνητος]], -ον (Α)<br />πολύ [[επαινετός]], [[αξιέπαινος]], πολυπαινεμένος («[[εὐαίνετος]] [[μέριμνα]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινετός]] ή [[αινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αινώ]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>αίνετος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίνετος Medium diacritics: εὐαίνετος Low diacritics: ευαίνετος Capitals: ΕΥΑΙΝΕΤΟΣ
Transliteration A: euaínetos Transliteration B: euainetos Transliteration C: evainetos Beta Code: eu)ai/netos

English (LSJ)

ον, (αἰνέω) A much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].