εὐρύστερνος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐρύστερνος:''' широкогрудый ([[Γαῖα]] Hes.; [[Ἀθάνα]] Theocr.). | |elrutext='''εὐρύστερνος:''' [[широкогрудый]] ([[Γαῖα]] Hes.; [[Ἀθάνα]] Theocr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐρύ-στερνος, ον [[στέρνον]]<br />[[broad]]-breasted, Hes. | |mdlsjtxt=εὐρύ-στερνος, ον [[στέρνον]]<br />[[broad]]-breasted, Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A broad-breasted, Γαῖ' εὐ. Hes.Th.117; οὐρανός APl.4.303, Orph.L.645; Ἀθάνα Theoc.18.36: later in Prose, Gal.4.629; of Poseidon, Corn.ND22.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Brust, stark, Ἀθάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύστερνος: -ον, ἔχων εὐρέα στέρνα, Γαῖ᾿ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 117· οὐρανὸς Ἀνθ. Πλαν. 303, Ὀρφ. Λιθ. 639· Ἀθάνα Θεόκρ. 18. 36· Ποσειδῶν Χριστοδ. Ἔκφρ. 65· ― πρβλ. εὐρύκολπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la large poitrine, au large sein.
Étymologie: εὐρύς, στέρνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύστερνος, -ον)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + στέρνον.
Greek Monotonic
εὐρύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει φαρδύ στέρνο, πλατύστερνος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύστερνος: широкогрудый (Γαῖα Hes.; Ἀθάνα Theocr.).