θεοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοστιβής]], -ές (AM)<br />αυτός [[πάνω]] στον οποίο βάδισε ο [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πεδο</i>-<i>στιβής</i>, <i>χθονο</i>-<i>στιβής</i>].
|mltxt=[[θεοστιβής]], -ές (AM)<br />αυτός [[πάνω]] στον οποίο βάδισε ο [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»), [[πρβλ]]. <i>πεδο</i>-<i>στιβής</i>, <i>χθονο</i>-<i>στιβής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοστῐβής Medium diacritics: θεοστιβής Low diacritics: θεοστιβής Capitals: ΘΕΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: theostibḗs Transliteration B: theostibēs Transliteration C: theostivis Beta Code: qeostibh/s

English (LSJ)

ές, A trodden by God, δειράς Limen.21; πυλεῶνες Procl.H.7.7.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, von Gott betreten, E. M. 445, 51 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεοστιβής: -ές, πατηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, γῆ Πρόκλ. Ὕμν. 6. 6, Γρηγ. Ναζ 2, 949 (Migne) θεόστῐβος, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8795.

Greek Monolingual

θεοστιβής, -ές (AM)
αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο-στιβής, χθονο-στιβής].