θερμοκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερμοκοίλιος]], -ον (Α)<br />(για ζώα) αυτός που έχει θερμή [[κοιλιά]], θερμό [[στομάχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>μονο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
|mltxt=[[θερμοκοίλιος]], -ον (Α)<br />(για ζώα) αυτός που έχει θερμή [[κοιλιά]], θερμό [[στομάχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] ([[πρβλ]]. <i>εγ</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>μονο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοκοίλιος Medium diacritics: θερμοκοίλιος Low diacritics: θερμοκοίλιος Capitals: ΘΕΡΜΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: thermokoílios Transliteration B: thermokoilios Transliteration C: thermokoilios Beta Code: qermokoi/lios

English (LSJ)

ον, A hot-stomached, Hp.Epid.6.4.19.

German (Pape)

[Seite 1201] von hitzigem Magen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοκοίλιος: -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.

Greek Monolingual

θερμοκοίλιος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ-κοίλιος, μονο-κοίλιος)].