κακοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκοπρόσωπος:''' некрасивый лицом ([[δύσμορφος]] καὶ κ. Plut.). | |elrutext='''κᾰκοπρόσωπος:''' [[некрасивый лицом]] ([[δύσμορφος]] καὶ κ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.
German (Pape)
[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρόσωπος: некрасивый лицом (δύσμορφος καὶ κ. Plut.).