Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]].
|lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:29, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύτης Medium diacritics: καταλύτης Low diacritics: καταλύτης Capitals: ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: katalýtēs Transliteration B: katalytēs Transliteration C: katalytis Beta Code: katalu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25. II arbitrator, IG5(2).357.15.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.

Greek Monolingual

ο (Α καταλύτης)
νεοελλ.
χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση
αρχ.
1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος
2. διαιτητής.

Russian (Dvoretsky)

καταλύτης: ου (ῠ) ὁ постоялец, заезжий, гость Polyb., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλύτης -ου, ὁ [καταλύω] ingekwartierde soldaat.