κατανόημα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> понимание, знание (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).
|elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[понимание]], [[знание]] (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.
|elnltext=κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.
}}
}}

Revision as of 09:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανόημα Medium diacritics: κατανόημα Low diacritics: κατανόημα Capitals: ΚΑΤΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: katanóēma Transliteration B: katanoēma Transliteration C: katanoima Beta Code: katano/hma

English (LSJ)

ατος, τό, A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.

Greek (Liddell-Scott)

κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.

Greek Monolingual

κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῦτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανόημα: ατος τό
1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.