Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλών: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πευκ</i>-<i>ών</i>, <i>πυλ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> ([[πρβλ]]. <i>πευκ</i>-<i>ών</i>, <i>πυλ</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλών Medium diacritics: κεφαλών Low diacritics: κεφαλών Capitals: ΚΕΦΑΛΩΝ
Transliteration A: kephalṓn Transliteration B: kephalōn Transliteration C: kefalon Beta Code: kefalw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5. II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.). III = capito, Gloss.

Greek Monolingual

κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκ-ών, πυλ-ών)].