κοινεῖον: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=κοινεῖον, τὸ (Α) [[κοινός]]<br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[χώρος]] συγκεντρώσεων<br /><b>2.</b> [[εταιρεία]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>3.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>4.</b> κοινό [[ταμείο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 27 May 2022
English (LSJ)
τό, A common hall, Test.Epict. 4.30. 2 association, club, IG12(3).104.12 (Nisyros). 3 brothel, Hdn.Gr.1.372, Bull.Soc.Alex.6.282 (iii A.D.), Hsch. (κοινίον cod.); cf. ξυνεῖον. II common fund, IG4.757A44 (Troezen): pl., ib.B 2, al.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, gemeinsamer Ort, Versammlungsort, bes. Hurenhaus, VLL.; Hesych. auch κοινίον, τό.
Greek (Liddell-Scott)
κοινεῖον: τό, (κοινὸς) κοινὴ αἴθουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. IV. 31. ΙΙ. χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον, Ἀρκάδ. σ. 121. 5, Φώτ., Ἡσύχ. (ἔνθα κακῶς κοινίον)· ― τύπος τις ξυνεῖον, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἰλ. Α. 124.
Greek Monolingual
κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός
1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων
2. εταιρεία, σύνδεσμος
3. πορνείο, χαμαιτυπείο
4. κοινό ταμείο.