κοινεῖον
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό,
A common hall, Test.Epict. 4.30.
2 association, club, IG12(3).104.12 (Nisyros).
3 brothel, Hdn.Gr.1.372, Bull.Soc.Alex.6.282 (iii A.D.), Hsch. (κοινίον cod.); cf. ξυνεῖον.
II common fund, IG4.757A44 (Troezen): pl., ib.B 2, al.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, gemeinsamer Ort, Versammlungsort, bes. Hurenhaus, VLL.; Hesych. auch κοινίον, τό.
Greek (Liddell-Scott)
κοινεῖον: τό, (κοινὸς) κοινὴ αἴθουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. IV. 31. ΙΙ. χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον, Ἀρκάδ. σ. 121. 5, Φώτ., Ἡσύχ. (ἔνθα κακῶς κοινίον)· ― τύπος τις ξυνεῖον, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἰλ. Α. 124.
Greek Monolingual
κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός
1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων
2. εταιρεία, σύνδεσμος
3. πορνείο, χαμαιτυπείο
4. κοινό ταμείο.