κυδωνόμελι: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κυδωνόμελι]])<br />[[μέλι]] [[μέσα]] στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνι]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ( | |mltxt=το (Α [[κυδωνόμελι]])<br />[[μέλι]] [[μέσα]] στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνι]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. <i>αγριό</i>-<i>μελι</i>, <i>ροδό</i>-<i>μελι</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.
German (Pape)
[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.
Greek Monolingual
το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριό-μελι, ροδό-μελι)].