κόρευμα: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κόρευμα]], ατος, τό,<br />= [[κορεία]], [[maidenhood]], Eur., in | |mdlsjtxt=[[κόρευμα]], ατος, τό,<br />= [[κορεία]], [[maidenhood]], Eur., in plural [from [[κορεύομαι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 14 September 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.
Greek (Liddell-Scott)
κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.
Greek Monolingual
κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῦδ' ἀνδρός», Ευρ.).
Greek Monotonic
κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.
Russian (Dvoretsky)
κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει ’ ἔλυσ ’ ἐγὼ κορεύματ ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.
Middle Liddell
κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in plural [from κορεύομαι