λιθωμότης: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιθωμότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμνυμι]]), | |mltxt=[[λιθωμότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμνυμι]]), [[πρβλ]]. <i>ορκ</i>-<i>ωμότης</i>, <i>συν</i>-<i>ωμότης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one that took an oath at the altar (λίθος IV.3), Com.Adesp.667.
German (Pape)
[Seite 46] ὁ, der auf dem Steine, auf der Rednerbühne vor dem Volke Schwörende, VLL.; vgl. über die Sitte Dem. 54, 26 u. Plut. Solon 25.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθωμότης: -ου, ὁ, ὁ ὁρκιζόμενος παρὰ τὸ βῆμα (λίθος VI. 3), Κωμ. Ἀνών. (159) παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
λιθωμότης, ὁ (Α)
αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ-ωμότης, συν-ωμότης. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].