μεγαλοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοσχήμων]], -ον)<br />(για μοναχό) [[μεγαλόσχημος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοσχήμων]], -ον)<br />(για μοναχό) [[μεγαλόσχημος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοσχήμων Medium diacritics: μεγαλοσχήμων Low diacritics: μεγαλοσχήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: megaloschḗmōn Transliteration B: megaloschēmōn Transliteration C: megaloschimon Beta Code: megalosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοσχήμων: 2, gen. ονος великий, величавый (μ. καὶ ἀρχαιοπρεπὴς τιμή Aesch.).

Middle Liddell

μεγᾰλο-σχήμων, ον, σχῆμα
magnificent, Aesch.