μεσαύχην: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ( | |mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>, <i>σκληρ</i>-<i>αύχην</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.). | |elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ενος, ὁ, A bound in the middle of the neck, μεσαύχενας νέκυας, comically for wineskins (ἀσκοί), Ar.Fr.725 (v.l. δεσαύχενας Hsch., Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).
German (Pape)
[Seite 137] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v. l. ist δεσαύχην, conj. βυσαύχην.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαύχην: -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ μέσον τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
μεσαύχην, -ενος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος στο μέσο του αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. κρατερ-αύχην, σκληρ-αύχην)].
Russian (Dvoretsky)
μεσαύχην: ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).