μισάνθρωπος: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῑσάνθρωπος:''' ненавидящий людей, человеконенавистнический Plat., Luc., Plut. | |elrutext='''μῑσάνθρωπος:''' [[ненавидящий людей]], [[человеконенавистнический]] Plat., Luc., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A hating mankind, Phryn.Com. 3, Pl.Phd.89d, Lg.791d, Com.Adesp.143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.Tusc.4.11.25, Olymp.Vit.Pl.p.4 W.
German (Pape)
[Seite 189] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσάνθρωπος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = μισανθρωπία, Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les hommes.
Étymologie: μισέω, ἄνθρωπος.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ μισάνθρωπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάνθρωπον
η μισανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄνθρωπος.
(II)
μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
βλ. μισοάνθρωπος.
Greek Monotonic
μῑσάνθρωπος: -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, μισάνθρωπος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσάνθρωπος: ненавидящий людей, человеконенавистнический Plat., Luc., Plut.
Middle Liddell
μῑσ-άνθρωπος, ον
hating mankind, misanthropic, Plat.