μονόκλαυτος: Difference between revisions
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoklaftos | |Transliteration C=monoklaftos | ||
|Beta Code=mono/klautos | |Beta Code=mono/klautos | ||
|Definition= | |Definition=[[θρῆνος]], [[ὁ]], a lament <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made by one only]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>1069</span> (anap.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 January 2021
English (LSJ)
θρῆνος, ὁ, a lament A made by one only, A.Th.1069 (anap.).
German (Pape)
[Seite 203] θρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκλαυτος: θρῆνος, ὁ, θρῆνος γινόμενος ὑφ’ ἑνὸς μόνου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1064.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pleure ou gémit seul.
Étymologie: μόνος, κλαίω.
Greek Monolingual
μονόκλαυτος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που τον κλαίει μόνο ένας
2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].
Russian (Dvoretsky)
μονόκλαυτος: (о плаче) раздающийся в одиночестве, одинокий (θρῆνος Aesch.).
Middle Liddell
μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.