μυοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῖς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυοθήρᾱς:''' ου ὁ мышелов Arst.
|elrutext='''μυοθήρᾱς:''' ου ὁ мышелов Arst.
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοθήρας Medium diacritics: μυοθήρας Low diacritics: μυοθήρας Capitals: ΜΥΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: myothḗras Transliteration B: myothēras Transliteration C: myothiras Beta Code: muoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, A mouse-catching snake, Arist. HA612b3, Sch.Nic.Th.490.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μυοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων μῦς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῖς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.)
νεοελλ.
φρ. «μυοθήρας κύων»
ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά
αρχ.
η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός, «ποντικός» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας.

Russian (Dvoretsky)

μυοθήρᾱς: ου ὁ мышелов Arst.