ναύστολος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ναύστολος:''' отправленный в плавание, плывущий по морю ([[θεωρίς]] Aesch.).
|elrutext='''ναύστολος:''' [[отправленный в плавание]], [[плывущий по морю]] ([[θεωρίς]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναύ-στολος, ον [[στέλλω]]<br />[[crossing]] the [[water]], Aesch.
|mdlsjtxt=ναύ-στολος, ον [[στέλλω]]<br />[[crossing]] the [[water]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύστολος Medium diacritics: ναύστολος Low diacritics: ναύστολος Capitals: ΝΑΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: naústolos Transliteration B: naustolos Transliteration C: naystolos Beta Code: nau/stolos

English (LSJ)

ον, A dispatched or equipped as a ship, crossing the water, A.Th.858.

German (Pape)

[Seite 233] zu Schiffe fahrend; θεωρίς, Aesch. Spt. 940; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναύστολος: -ον, ὁ ἀποστελλόμενος ἢ ἐξηρτυμένος ὡς πλοῖον, ὁ διὰ θαλάσσης φερόμενος, πλέων (πρβλ. θεωρίς), Αἰσχύλ. Θήβ. 858.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par mer, maritime.
Étymologie: ναῦς, στέλλω.

Greek Monolingual

ναύστολος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που διασχίζει τη θάλασσα μεταφέροντας φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -στολος (< στέλλω)].

Greek Monotonic

ναύστολος: -ον (στέλλω), αυτός που διασχίζει το νερό, που μεταφέρεται διά θαλάσσης, που πλέει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ναύστολος: отправленный в плавание, плывущий по морю (θεωρίς Aesch.).

Middle Liddell

ναύ-στολος, ον στέλλω
crossing the water, Aesch.