νιφόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφόβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους [[ἀναβολάς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
|mltxt=[[νιφόβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῖν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους [[ἀναβολάς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:30, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφόβολος Medium diacritics: νιφόβολος Low diacritics: νιφόβολος Capitals: ΝΙΦΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: niphóbolos Transliteration B: niphobolos Transliteration C: nifovolos Beta Code: nifo/bolos

English (LSJ)

ον, A snowclad, δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206 (lyr.); ν. πεδία Ar.Av.952; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.Sert.17.

Greek (Liddell-Scott)

νιφόβολος: -ον, χιονόβλητος, καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, σκῶμμα περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de neige, propr. battu par la neige.
Étymologie: *νίψ neige, βάλλω.

Greek Monolingual

νιφόβολος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής
2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῖν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

νιφόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βλήθηκε από το χιόνι, χιονοσκεπής, λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφόβολος: покрытый снегом, оснеженный (νάπος Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).

Middle Liddell

νιφό-βολος, ον, βάλλω
snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

snow-covered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)