παρακαταλείπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αφήνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[αφήνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταλείπω Medium diacritics: παρακαταλείπω Low diacritics: παρακαταλείπω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: parakataleípō Transliteration B: parakataleipō Transliteration C: parakataleipo Beta Code: parakatalei/pw

English (LSJ)

A leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.

German (Pape)

[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.

French (Bailly abrégé)

laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.

Greek Monolingual

Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταλείπω: (при ком-л.) оставлять (τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταλείπω achterlaten bij.

Middle Liddell

to leave with one, τινά τινι Thuc.