παραβλώψ: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ’" to "’")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα ’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]).
|lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώψ Medium diacritics: παραβλώψ Low diacritics: παραβλώψ Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΨ
Transliteration A: parablṓps Transliteration B: parablōps Transliteration C: paravlops Beta Code: parablw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, A looking askance, squinting, παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503, AP11.361 (Autom.); π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7; of a person, Ael.Fr.325; also π. Λιταί Corn.ND12. 2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)

German (Pape)

[Seite 472] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ παραβλέπω, ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui regarde de travers, louche.
Étymologie: παραβλέπω.

English (Autenrieth)

ωπος (παραβλέπω): looking askance, Il. 9.503†.

Greek Monotonic

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (παραβλέπω), αυτός που κοιτάζει λοξά, αλλήθωρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώψ: ῶπος adj. глядящий искоса или вбок, косящий (Λιταὶ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.

Middle Liddell

παραβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, παραβλέπω
looking askance, squinting, Il.