παραφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parafylaks | |Transliteration C=parafylaks | ||
|Beta Code=parafu/lac | |Beta Code=parafu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[watcher]], [[guard]], <span class="title">BCH</span>32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.[[δεξιολάβος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher, guard, BCH32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.δεξιολάβος.
German (Pape)
[Seite 507] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, Σουΐδ. ἐν λ. δεξιολάβος. 2) βοηθὸς φύλακος, Στουδ. 1232Β. 3) ἀξιωματικός τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε παραφυλάσσω ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός
2. βοηθός φύλακα
3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.