περίπλικτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. v. l. = [[περίπλεκτος]]. | |elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. [[varia lectio|v.l.]] = [[περίπλεκτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[περίπλικτος]], ον,<br />crossed, Luc. [from [[περιπλίσσομαι]] | |mdlsjtxt=[[περίπλικτος]], ον,<br />crossed, Luc. [from [[περιπλίσσομαι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
var. de περίπλεκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.
Greek Monotonic
περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περίπλικτος: Theocr. v.l. = περίπλεκτος.
Middle Liddell
περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι