πολυπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] = [[πολλαπλάσιος]], als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] = [[πολλαπλάσιος]], als [[varia lectio|v.l.]] Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:57, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλᾰσιος Medium diacritics: πολυπλάσιος Low diacritics: πολυπλάσιος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: polyplásios Transliteration B: polyplasios Transliteration C: polyplasios Beta Code: polupla/sios

English (LSJ)

α, ον, A = πολλαπλ-, AP6.152 (Agis), LXX 2 Ma.9.16, Alex.Aphr.de An. 123.33, Them.Or.6.74c.

German (Pape)

[Seite 668] = πολλαπλάσιος, als v.l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ πολλαπλάσιος, Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― ἐντεῦθεν, πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ
πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλάσιος (πρβλ. πολλα-πλάσιος)].

Greek Monotonic

πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. αντί πολλα-πλάσιος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπλάσιος -α -ον zie πολλαπλάσιος.

Middle Liddell

πολυ-πλάσιος, η, ον late for πολλαπλάσιος, Anth.]