πολυσύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' многосложный (ὀνόματα Luc.).
|elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' [[многосложный]] (ὀνόματα Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:43, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύλλᾰβος Medium diacritics: πολυσύλλαβος Low diacritics: πολυσύλλαβος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: polysýllabos Transliteration B: polysyllabos Transliteration C: polysyllavos Beta Code: polusu/llabos

English (LSJ)

ον, A polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.

German (Pape)

[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].

Greek Monotonic

πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.

Middle Liddell

πολῠσύλλᾰβος, ον, συλλαβή
polysyllabic, Luc.