πολυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει [[πολλά]] βλήματα<br /><b>2.</b> αυτός που ρίχνει βλήματα με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυβόλο]]<br />φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί [[βολή]] [[κατά]] [[βολή]] ή [[βολή]] [[κατά]] ριπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[στόμα]] του [[πάει]] [[πολυβόλο]]» — λέγεται για [[άτομο]] που μιλάει πολύ [[γρήγορα]] και ακατάσχετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει [[πολλά]] βλήματα<br /><b>2.</b> αυτός που ρίχνει βλήματα με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυβόλο]]<br />φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί [[βολή]] [[κατά]] [[βολή]] ή [[βολή]] [[κατά]] ριπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[στόμα]] του [[πάει]] [[πολυβόλο]]» — λέγεται για [[άτομο]] που μιλάει πολύ [[γρήγορα]] και ακατάσχετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]].
}}
}}

Revision as of 13:16, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόλος Medium diacritics: πολυβόλος Low diacritics: πολυβόλος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: polybólos Transliteration B: polybolos Transliteration C: polyvolos Beta Code: polubo/los

English (LSJ)

ον, A throwing many missiles, καταπάλτης Ph. Bel.73.34.

German (Pape)

[Seite 660] καταπέλτης, die viele Pfeile werfende Katapulte, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνει πολλά βλήματα
2. αυτός που ρίχνει βλήματα με μεγάλη συχνότητα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολυβόλο
φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά βολή ή βολή κατά ριπές
2. φρ. «το στόμα του πάει πολυβόλο» — λέγεται για άτομο που μιλάει πολύ γρήγορα και ακατάσχετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.