προδιήγησις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προδιηγοῦμαι]]<br />[[προοίμιο]], [[πρόλογος]] («[[προδιήγησις]] τῆς ἀπολογίας», Αισχίν.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:40, 26 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A preliminary exposition or narration, τῆς ἀπολογίας Aeschin.1.117, cf. Arist.Rh.1414b14, Hermog.Inv.2.1, al.: pl., Aps.p.339H.
German (Pape)
[Seite 716] ἡ, vorläufige Erzählung; τῆς ἀπολογίας, Aesch. 1, 117; Rhett., wie Hermog. de inv. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προδιήγησις: ἡ, διήγησις ἐκ τῶν προτέρων, Αἰσχίν. 16. 30, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
préambule d’une narration.
Étymologie: προδιηγέομαι.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προδιηγοῦμαι
προοίμιο, πρόλογος («προδιήγησις τῆς ἀπολογίας», Αισχίν.).
Greek Monotonic
προδιήγησις: ἡ, διήγηση εκ των προτέρων, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
προδιήγησις: εως ἡ предварительное изложение Aeschin., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδιήγησις -εως, ἡ [προδιηγέομαι] voorafgaand verhaal.
Middle Liddell
προδιήγησις, εως, [from προδιηγέομαι
a detailing beforehand, Aeschin.