προσεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosegeiro | |Transliteration C=prosegeiro | ||
|Beta Code=prosegei/rw | |Beta Code=prosegei/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[lift up]], στέρνον Philostr.''Gym.''35.<br><span class="bld">II</span> [[stimulate]], [[excite]], <b class="b3">αὐλῷ τινα</b> ib.55, cf. ''VS''2.9.2; cf. [[προσεγρήγορα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
A lift up, στέρνον Philostr.Gym.35.
II stimulate, excite, αὐλῷ τινα ib.55, cf. VS2.9.2; cf. προσεγρήγορα.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγείρω
μσν.
μέσ. προσεγείρομαι
σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και του παραχωρώ τη θέση μου
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.
Russian (Dvoretsky)
προσεγείρω: (pf. προσεγρήγορα) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).