προσταγή: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostagi
|Transliteration C=prostagi
|Beta Code=prostagh/
|Beta Code=prostagh/
|Definition=ἡ, = sq., <span class="bibl">LXX <span class="title">Da.</span>3.28</span> (<span class="bibl">95</span>), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>3924.15</span> (i A.D.), <span class="bibl">Diog.Oen.11</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Fluv.</span>6.4, 10.2; <span class="sense"><span class="bld">A</span> κατὰ -ταγήν τινος τινος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>1.7.1</span>, al.; προσταγῇ <span class="title">IG</span>42(1).497 (Epid., ii/iii A.D.).</span>
|Definition=ἡ, = [[πρόσταγμα]] ([[ordinance]], [[command]], [[prescription]]), LXX Da. 3.28 (95), ''Sammelb.'' 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. ''Fluv.'' 6.4, 10.; κατὰ ταγήν τινος τινος J. ''AJ'' 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:16, 28 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰγή Medium diacritics: προσταγή Low diacritics: προσταγή Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΗ
Transliteration A: prostagḗ Transliteration B: prostagē Transliteration C: prostagi Beta Code: prostagh/

English (LSJ)

ἡ, = πρόσταγμα (ordinance, command, prescription), LXX Da. 3.28 (95), Sammelb. 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. Fluv. 6.4, 10.2 ; κατὰ ταγήν τινος τινος J. AJ 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD).

German (Pape)

[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. πρόσταγμα.
Étymologie: προστάσσω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προστάσσω
η ενέργεια του προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα
νεοελλ.
1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο
2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη συμπεριφορά
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) προσταγῇ
κατόπιν διαταγής
2. φρ. «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με διαταγή.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰγή: ἡ Plut. = πρόσταγμα.