πρωτόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρωτόμᾰχος:''' сражающийся в первых рядах Anth.
|elrutext='''πρωτόμᾰχος:''' [[сражающийся в первых рядах]] Anth.
}}
}}

Revision as of 13:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμᾰχος Medium diacritics: πρωτόμαχος Low diacritics: πρωτόμαχος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: prōtómachos Transliteration B: prōtomachos Transliteration C: protomachos Beta Code: prwto/maxos

English (LSJ)

ον, A fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.