σάρον: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σά˘ρον, ου, τό, [[σαίρω]] II]<br />a [[broom]], [[besom]], Anth.
|mdlsjtxt=σᾰ́ρον, ου, τό, [[σαίρω]] II]<br />a [[broom]], [[besom]], Anth.
}}
}}

Revision as of 10:15, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρον Medium diacritics: σάρον Low diacritics: σάρον Capitals: ΣΑΡΟΝ
Transliteration A: sáron Transliteration B: saron Transliteration C: saron Beta Code: sa/ron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (σαίρω (B)) A broom, besom, IG42(1).122.48 (Epid., iv B.C.), Pythagorei ap.Plu.2.727c, AP11.207 (Lucill.). II sweepings, refuse, rubbish, τὸ σ. ἄνελε Sophr.160, cf. Thphr.Metaph.15 (prob. cj.); of sea-weed, Call.Del.225: Com., of an old woman, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ion Trag.9.—The Atticists (Phryn.63) rejected the word, but cf. Poll.6.94, 10.29. III σ. σιδαροῦν dub. in Supp.Epigr.6.171 (Acmonia).

German (Pape)

[Seite 864] τό, = σάρος, Hesych., vgl. Poll. 10, 29 (nicht σαρόν, Lob. zu Phryn. p. 831.

Greek (Liddell-Scott)

σάρον: [ᾰ], τὸ (σαίρω ΙΙ). σάρωθρον, «φουρκάλι», σκοῦπα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 727C, Ἀνθ. Π. 11. 207. ΙΙ. σαρώματα, ἀκαθαρσία, σκουπίδια, Λατ. guisquiliae, οἷα τὰ τῆς θαλάσσης φύκη, Καλλ. εἰς Δῆλ. 225· - κωμικῶς ἐπὶ γραίας γυναικός, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ἴων παρ’ Ἡσύχ. - Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν ταύτην, ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Ϛ΄, 94, Ι΄, 29, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
balayure, ordure ; iron. raclure en parl. d’une vieille femme.
Étymologie: σάρος.

Greek Monolingual

τὸ, Α σαίρω (ΙΙ)]
1. σκούπα, σάρωθρο
2. σκουπίδι
3. φύκος της θάλασσας («πόντοιο κακὸν σάρον», Καλλ.)
4. μτφ. (με κωμ. σημ.) γριά γυναίκα («παλαιὸν οἰ κίας σάρον», Ίων Χ.).

Greek Monotonic

σάρον: [ᾰ], τό, (σαίρω II), σάρωθρο, σκούπα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰ́ρον, ου, τό, σαίρω II]
a broom, besom, Anth.