σεληνόγονος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=selinogonos | |Transliteration C=selinogonos | ||
|Beta Code=selhno/gonos | |Beta Code=selhno/gonos | ||
|Definition=ἡ, or σεληνό-γονον, τό, | |Definition=ἡ, or σεληνό-γονον, τό, [[peony]], Ps.-Dsc.3.140, <span class="bibl">Aët.12.63</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, or σεληνό-γονον, τό, peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνία ἢ γλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.
Greek Monolingual
ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].