σκαφεύς: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]].
|lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφεύς Medium diacritics: σκαφεύς Low diacritics: σκαφεύς Capitals: ΣΚΑΦΕΥΣ
Transliteration A: skapheús Transliteration B: skapheus Transliteration C: skafeys Beta Code: skafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (σκάπτω) A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.

Greek Monotonic

σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Middle Liddell

σκᾰφεύς, έως, ὁ, σκάπτω
a digger, delver, ditcher, Eur.