Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμφαξ: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomfaks
|Transliteration C=stomfaks
|Beta Code=sto/mfac
|Beta Code=sto/mfac
|Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ranter]], as Aeschylus is called by Pheidippides in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1367</span>.</span>
|Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, [[ranter]], as Aeschylus is called by Pheidippides in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1367</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμφαξ Medium diacritics: στόμφαξ Low diacritics: στόμφαξ Capitals: ΣΤΟΜΦΑΞ
Transliteration A: stómphax Transliteration B: stomphax Transliteration C: stomfaks Beta Code: sto/mfac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, ἡ, ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.

German (Pape)

[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.

Greek (Liddell-Scott)

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui parle avec emphase, grandiloquent.
Étymologie: στόμφος.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στόμφος με επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].

Greek Monotonic

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ (στόμφος), φωνακλάς, καυχησιάρης, κομπορρήμων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στόμφαξ: ᾱκος ὁ высокопарный болтун, краснобай Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμφαξ -ακος [στόμφος] vol bombast.

Middle Liddell

στόμφαξ, ᾱκος, στόμφος
a mouther, ranter, Ar.