συμποιέω: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ | |lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.
German (Pape)
[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
συμποιέω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ ποίημα ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire avec ou ensemble, collaborer;
2 aider à faire, venir en aide.
Étymologie: σύν, ποιέω.
Greek Monotonic
συμποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι από κοινού, συνεργώ, βοηθώ, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
συμποιέω: совместно делать, сотрудничать, помогать Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.