συνεισδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneisdidomi | |Transliteration C=syneisdidomi | ||
|Beta Code=suneisdi/dwmi | |Beta Code=suneisdi/dwmi | ||
|Definition= | |Definition=[[submit]] to a court [[together with]] another, <b class="b3">μοι συγχώρησιν</b> Mitteis <span class="title">Chr.</span>31 ii 11 (ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:00, 23 August 2022
English (LSJ)
submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].
Greek Monolingual
Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].