συσσήπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συσσήπω:''' размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).
|elrutext='''συσσήπω:''' [[размягчать]], [[разлагать]] (τροφήν Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.
|elnltext=συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσήπω Medium diacritics: συσσήπω Low diacritics: συσσήπω Capitals: ΣΥΣΣΗΠΩ
Transliteration A: syssḗpō Transliteration B: syssēpō Transliteration C: syssipo Beta Code: sussh/pw

English (LSJ)

A macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.

Greek (Liddell-Scott)

συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.

French (Bailly abrégé)

au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.

Greek Monolingual

ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.

Russian (Dvoretsky)

συσσήπω: размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.