σύντεχνος: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύντεχνος''': ὁ, ἡ, [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· | |lstext='''σύντεχνος''': ὁ, ἡ, [[ὁμότεχνος]], τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, [[σύντροφος]] ἐν τῇ [[τέχνη]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ [[σύντροφος]] ἢ [[συνεργάτης]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ [[Ἀθηνᾶ]] λέγεται [[σύντεχνος]] τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. [[σύντεχνος]], η, ον. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A fellow-craftsman, Ar.Fr.183: c. gen., Id.Ra.763; Athena is the σύντεχνος of Hephaestus, Pl.Plt.274c:—as Adj. σύντεχνος, ον, πῦρ Ael.Fr.101.
German (Pape)
[Seite 1035] ὁ, ἡ, dieselbe Kunst mit ausübend, Kunstgenosse, Ar. Ran. 762; Plat. Polit. 274 c heißt Athene die σύντεχνος des Hephästus.
Greek (Liddell-Scott)
σύντεχνος: ὁ, ἡ, ὁμότεχνος, τὴν αὐτὴν τέχνην ἀσκῶν, σύντροφος ἐν τῇ τέχνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 226· μετὰ γεν., ὁ σύντροφος ἢ συνεργάτης τινός, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 763· ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται σύντεχνος τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πολιτ. 274C. Ἐν Ideler Phys. 2. 210, ὡς ἐπίθετ. σύντεχνος, η, ον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui exerce la même profession que, gén..
Étymologie: σύν, τέχνη.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ
1. ομότεχνος
2. (γενικά) σύντροφος, συνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ἔν-τεχνος].
Greek Monotonic
σύντεχνος: ὁ, ἡ (τέχνη), αυτός που εξασκεί την ίδια τέχνη με κάποιον άλλον, ομότεχνος κάποιου· με γεν., σύντροφος ή συνεργάτης κάποιου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σύντεχνος: ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύντεχνος -ον [σύν, τέχνη] vakgenoot.
Middle Liddell
σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη
practising the same art, c. gen. one's mate or fellow-workman, Ar.