τριχωτός: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐχωτός:''' покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst. | |elrutext='''τρῐχωτός:''' [[покрытый волосами или шерстью]], [[волосатый]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr.Fr.172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
τρῐχωτός: покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.