χέλυδρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[ονομασία]] της νεροχελώνας [[χελύδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αμφίβιου φιδιού<br /><b>2.</b> [[είδος]] νεροχελώνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χελ</i>- του [[χέλυς]] «[[χελώνα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[ονομασία]] της νεροχελώνας [[χελύδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αμφίβιου φιδιού<br /><b>2.</b> [[είδος]] νεροχελώνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χελ</i>- του [[χέλυς]] «[[χελώνα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), [[πρβλ]]. [[χέρσυδρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέλυδρος Medium diacritics: χέλυδρος Low diacritics: χέλυδρος Capitals: ΧΕΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: chélydros Transliteration B: chelydros Transliteration C: chelydros Beta Code: xe/ludros

English (LSJ)

ὁ, A amphibious serpent, Nic.Th.411. 2 a kind of tortoise, Sch.Lyc.340.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.

Greek (Liddell-Scott)

χέλυδρος: ὁ, ἀμφίβιός τις ὄφις, Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) εἶδος χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία της νεροχελώνας χελύδρα
αρχ.
1. είδος αμφίβιου φιδιού
2. είδος νεροχελώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ- του χέλυς «χελώνα» + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσυδρος].