ἀμφίβραχυς: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-εος), -υ (Α [[ἀμφίβραχυς]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βραχέα τα δύο [[άκρα]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>(Μετρ.)</b> [[ρυθμικός]] «[[πους]]» που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές, από τις οποίες οι δύο ακραίες [[είναι]] βραχείες ενώ η μεσαία μακρά ή τονούμενη (∪ - ∪), το μεσοτονικό [[μέτρο]]<br />( | |mltxt=(-εος), -υ (Α [[ἀμφίβραχυς]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βραχέα τα δύο [[άκρα]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>(Μετρ.)</b> [[ρυθμικός]] «[[πους]]» που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές, από τις οποίες οι δύο ακραίες [[είναι]] βραχείες ενώ η μεσαία μακρά ή τονούμενη (∪ - ∪), το μεσοτονικό [[μέτρο]]<br />([[πρβλ]]. αρχ. ελλην. λ. <i>ἄμμεινον</i> ή τον σολωμικό στίχο «το χάρα-μα [[πήρα]]-του ήλιου-το δρόμο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφίβρᾰχυς:''' εως ὁ (sc. [[πούς]]) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪). | |elrutext='''ἀμφίβρᾰχυς:''' εως ὁ (sc. [[πούς]]) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
εια, υ, A short at both ends: ὁ ἀ., the metrical foot -, e.g. ἄμεινον, D.H.Comp.17, Heph.3.2.
German (Pape)
[Seite 137] der Versfuß ñ – ñ vorn u. hinten kurz, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβρᾰχυς: εια, υ, ὁ βραχὺς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: ἀμφ. εἶναι ὁ μετρικὸς ποὺς υυ, π. χ. ἄμεινον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 17.
Spanish (DGE)
-εια, -υ
breve por ambos lados del pie métrico anfíbraco (˘-˘) D.H.Comp.70.13, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, Sacerd.6.535.2.
Greek Monolingual
(-εος), -υ (Α ἀμφίβραχυς)
1. αυτός που έχει βραχέα τα δύο άκρα του
2. ως ουσ. (Μετρ.) ρυθμικός «πους» που αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες οι δύο ακραίες είναι βραχείες ενώ η μεσαία μακρά ή τονούμενη (∪ - ∪), το μεσοτονικό μέτρο
(πρβλ. αρχ. ελλην. λ. ἄμμεινον ή τον σολωμικό στίχο «το χάρα-μα πήρα-του ήλιου-το δρόμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβρᾰχυς: εως ὁ (sc. πούς) стих. амфибрахий (стопа ∪ – ∪).