ἀραίωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30: πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:55, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραίωμα Medium diacritics: ἀραίωμα Low diacritics: αραίωμα Capitals: ΑΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: araíōma Transliteration B: araiōma Transliteration C: araioma Beta Code: a)rai/wma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (ἀραιόω) A interstice, crevice, chink, Str.4.4.1, D.S.1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; pore, σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; a little bit, Longin.10.17.

German (Pape)

[Seite 343] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίωμα: -ατος, τὸ (ἀραιόω) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν διάστημα, ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ καλῶς συνηρμοσμένων, προσέτι σχίσμα γῆς, ῥαγάς, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων διάστημα κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ ναῦς εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30: πορῶδες μέρος, σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν τεμάχιον, Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interstice, intervalle.
Étymologie: ἀραιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cien. espacio vacío, intersticio en la materia poco densa, Philol. en Ach.Tat.Intr.Arat.19, en nubes Placit.3.3.11 (= Democr.A 93)
medic. intersticio, poro en los cuerpos vivos, Hp.Morb.4.45, Hero Spir.1 Praef., cf. 2.17, Sor.85.29, Asclep. en S.E.M.8.220
ósculo en las esponjas, Plu.2.980c
arq. ψύγματα καὶ ἀραιώματα vanos y espacios vacíos fig. en los discursos, Longin.10.7.
2 en gener. intersticio, rendija, hueco ἀραιώματα καταλείπουσιν entre las cuadernas al construir un barco, Str.4.4.1, διὰ τῶν τῆς θύρας ἀραιωμάτων D.S.3.22
fisuras, hendiduras τῆς γῆς Ph.1.8, 31, D.S.1.39, Hld.9.4.3, en minerales, Agatharch.27.

Greek Monolingual

το (AM ἀραίωμα)
1. η αραίωση
2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.
νεοελλ.
διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων
αρχ.
χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀραίωμα: ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.