ἀριστεροστάτης: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-, -ᾰ-]<br />[[persona que está en la parte izquierda]] del coro, Cratin.229, Aristid.<i>Or</i>.3.154. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀριστεροστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> αυτός που στέκεται στην αριστερή [[μεριά]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστερός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στήνω]], [[στέκω]], [[μένω]] [[σταθερός]]»]. | |mltxt=ο (Α [[ἀριστεροστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> αυτός που στέκεται στην αριστερή [[μεριά]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστερός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στήνω]], [[στέκω]], [[μένω]] [[σταθερός]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ, A standing on the left, esp. in the Trag. chorus, Cratin.215, Aristid.2.161 J.
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, zur Linken stehend, Anführer des linken Halbchors, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστεροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πρὸς ἀριστερὰ ἱστάμενος, «ἀριστεροστάτης ἐν τῷ κωμικῷ καλεῖται χορῷ, ὁ δὲ τῷ τραγικῷ μέσος ἀριστεροῦ, Κρατῖνος Σεριφίοις» Α. Β. 444, 16, Ἀριστείδ. 2. 161.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-, -ᾰ-]
persona que está en la parte izquierda del coro, Cratin.229, Aristid.Or.3.154.
Greek Monolingual
ο (Α ἀριστεροστάτης)
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου
αρχ.
(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].