ἐκβιβαστής: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβῐβαστής''': -οῦ, ὁ, [[ὑπηρέτης]] προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, [[ὅστις]] [[μετὰ]] τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐκβῐβαστής''': -οῦ, ὁ, [[ὑπηρέτης]] προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, [[ὅστις]] μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 13:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβῐβαστής Medium diacritics: ἐκβιβαστής Low diacritics: εκβιβαστής Capitals: ΕΚΒΙΒΑΣΤΗΣ
Transliteration A: ekbibastḗs Transliteration B: ekbibastēs Transliteration C: ekvivastis Beta Code: e)kbibasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who executes a sentence, Aq.De.16.18, Lyd.Mag.3.11,12, Cod.Just.3.2.4.2.

German (Pape)

[Seite 754] ὁ, der Aussetzer, Ausführer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβῐβαστής: -οῦ, ὁ, ὑπηρέτης προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, ὅστις μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 jur. escriba, secretario de un tribunal de justicia, Aq.De.16.18.
2 biz. procurador, abogado trad. de lat. executor τῆς λαμπρᾶς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PLaur.159.3 (V d.C.), τῆς Ἀρκάδων ἐπαρχίας POxy.4399.4 (VI d.C.), cf. Lyd.Mag.3.11, ἐ. τοῦ πράγματος trad. de lat. executor negotii, PMasp.32.27 (VI d.C.), cf. PKlein.Form.983 (IV/V d.C.), Cod.Iust.3.2.4.2, Iust.Nou.112.2, 124.3, POxy.1879.6, 1881.5 (ambos V d.C.), PSI 891.4 (V/VI d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM ἐκβιβαστής)
νεοελλ.
αυτός που ξεφορτώνει πλοία
αρχ.
αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας.