ἐκλείχω: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλείχω''': [[λείχω]] ἔκ τινος, [[ἀπολείχω]], ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον [[μέλι]] ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· [[κατατρώγω]], [[καταβιβρώσκω]], «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, [[ὡσεὶ]] ἐκλείξαι ὁ [[μόσχος]] τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς [[ἐκλεικτόν]], ἐκλειχομένη κυάθου [[πλῆθος]] | |lstext='''ἐκλείχω''': [[λείχω]] ἔκ τινος, [[ἀπολείχω]], ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον [[μέλι]] ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· [[κατατρώγω]], [[καταβιβρώσκω]], «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, [[ὡσεὶ]] ἐκλείξαι ὁ [[μόσχος]] τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς [[ἐκλεικτόν]], ἐκλειχομένη κυάθου [[πλῆθος]] μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:55, 20 April 2021
English (LSJ)
A lick up, of taking honey, Hp.Acut.56, cf.Ph.1.458,527: —Pass., to be taken as an electuary (ἐκλεικτόν), Dsc.1.72,2.158.
German (Pape)
[Seite 767] aus-, auflecken, LXX., Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλείχω: λείχω ἔκ τινος, ἀπολείχω, ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· κατατρώγω, καταβιβρώσκω, «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς ἐκλεικτόν, ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγλ- Suppl.Mag.75.3
1 lamer, chupar μέλι Hp.Acut.56, ref. a la toma de medicamentos en electuario, Hp.Acut.(Sp.) 64, PSI Medic.3.16, 19, en v. pas., Dsc.1.72, 2.158
•en textos mág. lamer, pasar la lengua por un escrito o fórmula mág. para succionar su poder ϊ εε οο ϊαϊ. τοῦτο ἔκλειχε PMag.4.788, τὸ ὄνομα PMag.7.523, cf. 13.1051, Suppl.Mag.l.c.
2 fig. lamer del todo, consumir, arrasar νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡς ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου LXX Nu.22.4, τὸ πρόσωπον τῆς γῆς LXX Iu.7.4, en v. pas. LXX Ep.Ie.19.3.
3 chupetear con deleite como etim. alegór. de Ἀμαλήκ: λαὸς ἐκλείχων ‘pueblo entregado al deleite’, Ph.1.458, 527.
Greek Monolingual
ἐκλείχω (AM)
γλείφω
αρχ.
1. κατατρώγω
2. (για φάρμακα) ἐκλείχομαι
λαμβάνομαι σε μορφή εκλείγματος.