ἐνοικητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό [[habitación]]de una casa, Poll.1.73. | |dgtxt=-ου, τό [[habitación]] de una casa, Poll.1.73. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνοικητήριον]], το (Α) [[ενοικώ]]<br />[[τόπος]] για [[κατοικία]], [[οίκημα]]. | |mltxt=[[ἐνοικητήριον]], το (Α) [[ενοικώ]]<br />[[τόπος]] για [[κατοικία]], [[οίκημα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 9 August 2021
English (LSJ)
τό, A abode, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 849] τό, Wohnort, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικητήριον: τό, οἰκητήριον, οἴκημα, Πολυδ. Α΄, 73.
Spanish (DGE)
-ου, τό habitación de una casa, Poll.1.73.
Greek Monolingual
ἐνοικητήριον, το (Α) ενοικώ
τόπος για κατοικία, οίκημα.